- ξυστήριος
- ξυστήριος, -ον (ΑΜ) [ξυστήρ]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ξύσιμο ή ο κατάλληλος για ξύσιμο, για ροκάνισμα, για σκάλισμα2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξυστήριονοδοντιατρικό εργαλείο για απόξεση τών δοντιών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.